- δίκερως
- δίκερω̆ς , δίκερωςadverbialδίκερω̆ς , δίκερωςmasc/fem nom plδίκερω̆ς , δίκερωςmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δικέρως — δίκερως masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκερως — ( ωτος), ο (Α δίκερως, ο, η και δίκερως, ων) νεοελλ. ο μαύρος ρινόκερος τής Αφρικής αρχ. (για ζώα ή για τη σελήνη) αυτός που έχει δύο κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κερως < πιθ. γεν. κέρα (σ)ος της λ. κέρας (πρβλ. άκερως)] … Dictionary of Greek
δικέρωτα — δίκερως masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκερα — δίκερως nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικέρωτ' — δικέρωτα , δίκερως masc/fem acc sg δικέρωτι , δίκερως masc/fem dat sg δικέρωτε , δίκερως masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκερων — δίκερω̆ν , δίκερως masc/fem/neut gen pl δίκερω̆ν , δίκερως masc/fem acc sg δίκερω̆ν , δίκερως neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SCARABAEUS — pro Numine Aegyptiis. Arnob. adv. Gentes l. 1. num. 19. Templa felibus, scarabaeis, et buculis, sublimibus sunt elata fastigiis: aut saltem Numinis symbolo: inprimis is, qui pilas volvit ab Oriente in Occidentem, fullo Plinio l. 30. c. 11.… … Hofmann J. Lexicon universale
Bicorniger — BICORNIGER, i, ein Beynamen des Bacchus, Ovid. Her. XIII. 33. weil er zwey kleine Hörner hatte, wodurch man die Stärke des Weines oder auch wohl die Sonnenstralen andeuten wollen. Es ist eben so viel, als wenn er im Griechischen δίκερως heißt.… … Gründliches mythologisches Lexikon
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek